- ἐραστρίας
- ἐραστρίᾱς , ἐράστριαloverfem acc plἐραστρίᾱς , ἐράστριαloverfem gen sg (attic doric aeolic)ἐραστρίᾱς , ἐραστριάωto be amorousimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.